- ἐσφιγμένως
- ἐσφιγμένως, Adv., ([etym.] σφίγγω)A tightly, Dosith.p.412 K.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εσφιγμένως — ἐσφιγμένως (Α) επίρρ. σφικτά. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. παθ. παρακμ. εσφιγμένος τού ρ. σφίγγω] … Dictionary of Greek
ἐσφιγμένως — tightly indeclform (adverb) σφίγγω bind tight perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)